- κλυτοτεχνικόν
- κλυτοτεχνικόςfame in artmasc acc sgκλυτοτεχνικόςfame in artneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κλυτοτεχνικός — κλυτοτεχνικός, ή, όν (Μ) [κλυτοτέχνης] αυτός που ανήκει στην κλυτοτεχνία* («διὰ τὸ αὐτοῦ κλυτοτεχνικόν», Ευστ.) … Dictionary of Greek